σκανταλιάρης

σκανταλιάρης
και σκανδαλιάρης, -α, -ικο, Ν
1. αυτός που δημιουργεί σκάνδαλα, που δίνει αφορμές για φιλονικίες
2. (κυρίως για παιδιά) αυτός που κάνει σκανταλιές, που συμπεριφέρεται χωρίς τάξη και πειθαρχία, άτακτος, ζωηρός
3. αυτός που προκαλεί ερωτικά, που σκανδαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνταλο / σκάνδαλο + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. παιχνιδ-ιάρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκανταλιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που δημιουργεί αφορμές για έριδες. 2. ανήσυχος, άτακτος. 3. αυτός που προκαλεί ερωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… …   Wikipedia

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • σκαμπρόζος — α, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που προκαλεί ερωτική επιθυμία, σκανταλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scabroso «τραχύς»] …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλιάρης — α, ικο, Ν βλ. σκανταλιάρης …   Dictionary of Greek

  • σκανταλιάρικος — και σκανδαλιάρικος, η, ο, Ν [σκανταλιάρης / σκανδαλιάρης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκανταλιάρη. επίρρ... σκανταλιάρικα Ν με σκανταλιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοποιός — ο, η 1. αυτός που δημιουργεί σκάνδαλα. 2. αυτός που προκαλεί ή επιζητεί έριδες, ο σκανταλιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”